-
1 ἐπιστρωφάω
ἐπιστρωφ-άω, Frequentat. of ἐπιστρέφω, only intr., c. acc.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρωφάω
-
2 μέριμνα
μέριμν-α, ἡ,A care, thought, solicitude,ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι h.Merc.44
, cf. Pi.O.2.54, etc.; μ. τινός care for.., A.Eu. 132, S. OT 1460; (lyr.); , cf. 404: pl., cares, Hes.Op. 178, Emp.11.1, Sapph.Supp.13.8, Thgn. 343, etc.;γνώμαις δὲ λεπταῖς.. ξύνειμι καὶ μερίμναις Ar.Nu. 1404
;λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς Diph.88
.—Rare in early Prose, Hp.Insomn. 89, Pl.Amat. 134b(pl.); laterἡ τοῦ βίου μ. UPZ20.29
(ii B. C.); μ. καὶ φροντίς Aristeas 271;μ. τοῦ αἰῶνος Ev.Matt.13.22
, cf. Vett.Val.131.3, etc.2 concrete, object of care or thought,μεγάλην σε πατὴρ ἐφύτευσε μ. θνητοῖς ἀνθρώποισι h.Merc. 160
.3 pursuit, ambition, esp. in pl., Pi.O.1.108, N.3.69;κουφόταται μ. B.1.69
: sg., Pi.P.8.92.4 Κηΐα μ. the Cean poet's fancy, B.18.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέριμνα
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский